- ἔραψε
- ῥάπτωsew togetheraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ράβω — και ράφτω έραψα, ράφτηκα, ραμμένος 1. συνδέω με ραφή: Ο γιατρός έραψε το τραύμα. – Μου έραψε το κουμπί του σακακιού μου. 2. φτιάχνω ρούχο για άλλον: Ράβω ένα κουστούμι και πάω να κάνω πρόβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νύσα — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη ή όρος της αρχαίας Αιθιοπίας, όπου, κατά την παράδοση, μόλις γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο Ζευς τον έραψε στον μηρό του και τον μετέφερε εκεί. Το μέρος όπου ανατράφηκε ο Διόνυσος θεωρείτο ιερό και οι Αιθίοπες τελούσαν… … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
βελονιά — η 1. η απόσταση ανάμεσα σε δύο τρυπήματα που γίνονται με βελόνα: Έραψε το ρούχο του με βελονιές που φαίνονταν. 2. το είδος της βελονιάς που χρησιμοποιείται στο κέντημα: Αυτό το σεντόνι είναι κεντημένο με σταυρωτή βελονιά. 3. το τρύπημα με βελόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλλοβάμβακος — μαλλοβάμβακος, η, ο και μαλλομπάμπακος, η, ο ο κατασκευασμένος από μαλλί και μπαμπάκι: Έραψε ένα μαλλομπάμπακο σακάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σακάκι — το ιού 1. είδος αντρικού ενδύματος: Έραψε καινούριο σακάκι. 2. σακίδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)